κατάψευσιν

κατάψευσιν
κατάψευσις
false account
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατάψευσις — κατάψευσις, εύσεως, ἡ (Α) [καταψεύδομαι] ψευδής αφήγηση, ψευδής έκθεση («βέλτιον δὲ αἰτιᾱσθαι μεταβολὴν ἢ ἄγνοιαν ἢ κατάψευσιν τῶν τόπων κατὰ τὸ μυθῶδες», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”